- μούσκαρι
- Γένος φυτών της οικογένειας των λειριιδών ή λιιδών (μονοκοτυλήδονα), μερικά είδη του οποίου είναι αρκετά κοινά σε καλλιεργούμενους και χέρσους αγρούς σε όλη την Ελλάδα. Με διασταυρώσεις και επιλογή έχουν δημιουργηθεί ποικιλίες κατάλληλες και για καλλωπιστικούς σκοπούς. Είναι φυτά βολβόρριζα, ποώδη, έχουν φύλλα γραμμοειδή και άνθη, διατεταγμένα κατά επάκριο βότρυ, στην κορυφή του μοναδικού ανθοφόρου στελέχους. Τα ανώτερα άνθη του βότρυος είναι συχνά άγονα. Το περιγόνιο των ανθέων είναι σφαιροειδές-ωοειδές ή σωληνοειδές-σφαιροειδές, με 6 οδόντες πολύ κοντούς. Από τα είδη της ελληνικής χλωρίδας μπορούν ν’ αναφερθούν: μ. το πολύκομον (κοινώς κρεμμυδούλα) με άνθη κυανοϊώδη και χοντρούς, κοκκινωπούς βολβούς, που μετά το βράσιμο διατηρούνται σε άλμη και ξίδι και αποτελούν εύγευστο ορεκτικό, μ. το βοτρυοειδές, με άνθη κυανά, ελαφρά εύοσμα· μ. το βοτρυανθές, με άνθη κυανοίωδη, πολύ εύοσμα· μ. το μακρόκαρπο, με γόνιμα άνθη κίτρινα και άγονα κυανά, κατάλληλο για κήπους στις ξηρές και θερμές περιοχές.
* * *τοβοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών τής οικογένειας λιλιίδες.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια, λ., πρβλ. αγγλ. muscari < *μόσχαρι < μόσχος].
Dictionary of Greek. 2013.